- πραγμάτιον
- το, Α [πρᾱγμα, -ατος]1. μηδαμινή υπόθεση2. μικρή και ασήμαντη δίκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγμάτιον — trifling matter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίοις — πραγμάτιον trifling matter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίῳ — πραγμάτιον trifling matter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)